Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

6. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Το τραπέζι είχε εμφανιστεί πάλι και στη μια άκρη του ήταν η Zwitsa, ενώ στην άλλη η Lady Sovereign.
«Κι έτσι είδα την demi Cullen να λέει στη zwitsa τι συνέβη σήμερα» τελείωσε τη διήγηση της η Lady Sovereign.
«Επειδή κουράστηκα!» άρχισε να μιλάει έντονα η Zwitsa «θα σας τα πω όλα! Και να μη με διακόψει ΚΑΝΕΙΣ
 »Υπάρχει μια μυστική οργάνωση μάγων, η οποία προσπαθεί να κάνει τον κόσμο καθαρό από τα δαιμόνια.
»Τα δαιμόνια είναι διάφορα πλάσματα γεννημένα από μάγους και ανθρώπους, που δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνα και κάνουν σκανταλιές. Η επόμενη ήταν να διαλέξουν μια ιστοσελίδα με πολύ ζήτηση και να σκοτώσουν όλων τους γονείς.
»Όμως, δεν τα κατάφεραν! Για να πεθάνουν πρέπει να περάσουν από εσάς. Ένας μάγος από την οργάνωση, κατάφερε να κάνει ένα μη αντιστρέψιμο ξόρκι, όπου έλεγε αν δεν πεθάνετε εσείς δε πεθαίνουν αυτοί με κανέναν τρόπο. Όταν το ανακάλυψαν, προσπάθησαν να σας βρουν κι έτσι η οργάνωση αποφάσισε να σας φυγαδεύσει κάπου.
»Δεν σας είπαμε τίποτε, για οποιαδήποτε αντίδραση, ή κάτι τέτοιο. Ζητάω μόνο κατανόηση και τίποτα άλλο.
»Όλοι εσείς, θα θέλατε να το παίξετε ήρωες και να τους σώσετε. Δεν είναι όμως έτσι η Ζωή… Δεν είναι…
»Όταν, λοιπόν, καταλάβαμε τον κίνδυνο και σας φέραμε εδώ τα δαιμόνια άρχισαν να αναρωτιούνται τι να έγινε. Δεν άργησαν να φτάσουν σε μας, και τότε πήραν ένα γονέα από τους δυο! Οπότε τώρα έχετε όλοι μόνο πατέρα – όχι πως η μαμά σας πέθανε» συμπλήρωσε γρήγορα αφού είδε μερικά πρόσωπα να παραμορφώνονται με οποιονδήποτε τρόπο.
«Εμείς – ως μάγοι – θέλουμε να βρούμε τους γονείς σας και να κλείσουμε κάποια – οποιαδήποτε – συμφωνία.
»Πριν λίγες μέρες η demi Cullen αποκάλεσε τη Lady Sovereign με το μικρό της κι εκείνη την ανακάλυψε. Βέβαια, το καλύψαμε, μα τα συναισθήματά της ήταν περίεργα. Ιδικά προς την demi Cullen.
»Ο λόγος που σας τα λέω όλα αυτά, είναι διότι θέλω να δω  πόση λογική έχετε! Είστε όλοι μόνοι σας! Αυτό σκεφτόταν κάθε μέρα η twilightsagaddicted. Όλοι είστε μόνοι σας. Έπρεπε να σας κάνουμε να νιώθετε μόνοι για να βρείτε ζεστασιά και παρηγοριά ο ένας στον άλλον, βάλαμε σπιρουνιές για να τσακωθείτε – όπως η Robelina κι η Morena και o twilightFOREVER με τον mR.Geo –, αλλά πάντα ήσασταν μαζί. Στηρίζατε ο ένας τον άλλον…»
«Το πρόβλημα με το σφυγμό της Morena εσείς τον προκαλέσατε;» ρώτησε η sandra21.
«Ναι» απάντησε η Zwitsa ενοχλημένη που την διέκοψαν «τη φροντίσατε, την αγαπήσατε. Δεν πρόκειται να πεθάνει, όχι τώρα τουλάχιστον. Αυτή τη στιγμή, που είναι σε κώμα στο πάνω δωμάτιο, μπορεί να «ονειρευτεί» εμάς, αυτό που γίνετε τώρα.
»Και τώρα ψηφίστε. Θέλετε να μείνετε εδώ, να αφήσετε την κατάσταση στα χέρια μας;»

 Ξάφνου – μπροστά σε όλους – άνοιξε το τραπέζι και βγήκε ένα τηλεχειριστήριο.
Ναι – Όχι!
 Κανείς δεν ήξερε τι να πατήσει.
 Όπως αποδείχθηκε οι περισσότεροι πάτησαν το Ναι. Δηλαδή πήγαιναν να συναντήσουν τον πατέρα τους.
*~*~*~*~*~*
(Τα ονόματα θα λέγονται με τα ψευδώνυμα για να μην γίνει μπέρδεμα)

«Αχ… Μαρία μου» αγκάλιαζε τη Μαρία Κάλεν 1 ο πατέρας της με νοσταλγία.
«Θανάση να με λες» προσπάθησε να σπάσει τον πάγο η Μαρία Κάλεν 1.
 Δεν τα κατάφερε όμως! Ο πατέρας της έσκασε ένα μελαγχολικό χαμόγελο, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κι είπε:
«Αχ, τι θα τρώμε τώρα πια που λείπει κι η μητέρα σου;» αναστέναξε.
 Εκείνη ανταπέδωσε την αγκαλιά – πιο σφιχτά – χωρίς να μιλήσει.
Βρισκόταν μέσα στο μικρό σπίτι της, με τη γάτα να έχει κουρνιάσει δίπλα τους.
 Συνήθως έκανε βόλτες και μονίμως νιαούριζε. Τώρα, είχε καταλάβει πως το κλίμα ήταν βαρύ κι ήταν και αυτή ντυμένη με την ατμόσφαιρα.
*~*~*~*~*
«ROBELINA σταμάτα να γκρινιάζεις!» φώναξε ο πατέρας της « ΑΜΑΝ ΠΙΑ Σ’ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ ΝΑ ΓΚΡΙΝΙΑΖΕΙΣ ΦΑΕ ΟΛΟ ΣΟΥ ΤΟ ΦΑΪ ΚΑΙ ΜΗΝ ΒΓΑΛΕΙΣ ΑΧΝΑ!»
 H Robelina δεν μίλησε. Φούσκωσε τα χείλη της και σταύρωσε τα χέρια της. Ο πατέρας αναστέναξε περνώντας τα χέρια του ανάμεσα από τα μαλλιά του.
 Εκείνη σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της και, για άλλη μια φορά από τότε που γύρισαν σπίτι, άνοιξε το λάπτοπ της. Πληκτρολόγησε για ξανά Bellanded… κι από κάτω εμφανίστηκε η ιστοσελίδα.
 Πάλι τίποτα! Τζίφος… Το μόνο που βγάζει είναι μια λέξη, μια λέξη που έχει σημασία για κάποιον που θα την απομνημονεύσει… αν μπορεί… Νατάσα.
*~*~*~*~*~*~*
«Τι να σημαίνει αυτό το Νατάσα;» ρώτησε η Lady Sovereign τον πατέρα της.
Εκείνος αναστέναξε. «Πραγματικά ΔΕΝ ξέρω… ανάποδα διαβάζεται ασατάν, δε μου λέει κάτι»
Ήταν σειρά της Lady Sovereign να αναστενάξει. «Λες και είμαι σε μυθιστόρημα με τον Σέρλοκ Χολμς»
«Γιατί;» απόρησε ο πατέρας της.
«Η απάντηση είναι κάτω από τη μύτη μου… αλλά… αλλά… να δε μπορώ να την…» και τότε έσπασε. Ξέσπασε σε λυγμούς κι αγκάλιασε τον πατέρα της. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια, η μύτη και το στόμα της μούσκεψαν το πουκάμισο το πατέρα της.
*~*~*~*~*~
Όμως ένα άτομο δε γύρισε πίσω. Ένα άτομο έκατσε σπίτι της...

Η Μοrena αναστέναξε, αγγίζοντας τον τοίχο, στον οποίο κάποτε ήταν τα δωμάτια των παιδιών. Τα δωμάτια όλων, όσων αγάπησε. Όταν σταμάτησε να είναι μόνη κι είχε παρέα, της άρεσε. Δεν το είχε παραδεχθεί, αλλά πραγματικά της άρεσε. Πέρναγε όμορφα.
 Κοίταξε το χολ και σκέφτηκε τις μέρες που εμφανιζόντουσαν διάφορα ροφήματα.
«Καταραμένη  demi Cullen» γρύλισε μέσα από τα δόντια της.
 Κοίταξε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και αναμνήσεις, άρχισαν να έρχονται στο μυαλό της.. χαμογελαστά πρόσωπα, πειράγματα – στην επόμενη σκέψη γέλασε αυθόρμητα – η Πάτυ.
«Ορκίζομαι», είπε μονολογώντας «ορκίζομαι πως μια μέρα θα βρω τρόπο να επιστρέψουν οι γυναίκες στα σπιτικά τους! Και ορκίζομαι πως θα βρω κάποιον τρόπο για να φέρω πάλι τα παιδιά εδώ!»
 *~*~*~*~*
Το μυαλό της emy+Robert δούλευε πυρετωδώς. Κι αν δεν είναι τα γράμματα ανάποδα; Σκέφτηκε αφήνοντας το λεξικό να πέσει στο δάπεδο με δυνατό πάταγο.
 Έβρισε καθώς σκεφτόταν τι θα γίνονταν, αν ξύπναγε ο πατέρας της. Ύστερα άκουσε ένα ροχαλητό.
 Αυτόματα της ήρθε στο μυαλό ο αδερφός της. Μόλις όμως άφησε μια πορδή, κατάλαβε πως κι αυτός κοιμόταν.
Συλλαβές! Ήταν αυτό που σκέφτηκε, τελικά. Το Νατάσα, με τις ανάποδες συλλαβές γίνονται…
«Σατανάς» ψέλλισε.
Αρκέστηκε μόνο αυτό για να τηλεμεταφερθεί πίσω στο σπίτι.
Αντίκρισε ξανά όλα τα άτομα από το φόρουμ. Όλα όσα είχε ώρες να δει… κι αυτό που κατάλαβε,  ήταν πως ήθελα απεγνωσμένα να τους δει.
«Ήσασταν ώρα εδώ;» ρώτησε η emma Cullen pattinson.
«Μόλις ήρθα» πρόλαβε να απαντήσει η sandra21 «Λες και εξαϋλώθηκα!»
«Και εγώ!» έσμιξε τα φρύδια της η emma Cullen pattinson.
*~*~*~*~*~*

31 Δεκεμβρίου 2010        Ώρα: 23:55


Όλοι φόραγαν, όμορφα ρούχα κι είχαν κάνει μπάνιο. Η βασιλόπιτα είναι ένα μέτρο ακριβώς – είχε βοηθήσει κι η Zwitsa σ’ αυτό – κι έτσι θα έμενε και περίσσευμα.
Δύο λεπτά ακριβώς πριν τον νέο χρόνο κατέβηκε από τις σκάλες ο twilightFOREVER.
 Ένα λεπτό…
«Μισό λεπτό!» φώναξε η emma Cullen pattinson, όταν ξεκίνησαν την αντίστροφη μέτρηση από τα 60¨.
«Demi Cullen, Zwitsa».
Μια λάμψη εμφανίστηκε κι ύστερα τα δύο κορίτσια εμφανίστηκαν.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε απορημένη η Ζwitsa.
«Θα κάνετε μαζί μας Πρωτοχρονιά» δεν ήταν ερώτηση.
 Αρχικά φάνηκαν μπερδεμένες. Μετά εκείνη χαμογέλασε και η demi Cullen κοκκίνησε.

«ΔΕΚΑ, ΕΝΝΙΑ, ΟΧΤΩ, ΕΠΤΑ, ΕΞΙ, ΠΕΝΤΕ ΤΕΣΣΕΡΑ, ΤΡΙΑ ΔΥΟ, ΕΝΑ!!!» ούρλιαξα ταυτόχρονα όλοι.
 Ύστερα αγκαλιές, φιλιά και λοιπά.
 Η demi Cullen στεκόταν σε μια γωνιά μόνη της και την πλησίασε η Lady Sovereign.
«Να ξέρεις» της είπε «πως όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Στη δική σου περίπτωση δε συμβαίνει κάτι τέτοιο…»παύση, η demi Cullen είχε βουρκώσει «γιατί δεν έκανε τίποτα άσχημο! Αντιθέτως προσπάθησες να σώσεις εκατό ζωές» χαμογέλασε «μπράβο σου».
 Εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς και αγκάλιασε την «φίλη» της – αν μπορούσε να τη χαρακτηρίζει έτσι πλέον…

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Μπέλλα:


Δεν το πιστεύω...Ζούσα σ'έναν εφιάλτη. Δεν μπορεί να έλεγε αυτές τις λέξεις ο Τζέικομπ Μπλακ που ξέρω.
<<Δεν μπορούμε να πούμε πως ο Τσάρλι είναι στην φυλακή>>, είχε πεί πριν 2 δευτερόλεπτα.
Ύστερα, χωρίς να το περιμένω, συνέχισε με πιο χαμηλή φωνή. <<Θα πληγωθεί>>.
<<Έχεις δίκιο>>, άκουσα την φωνή του Σεθ, <<συγγνώμη..Όντως δεν πρέπει να το μάθει>>.
<<Το έμαθα όμως>>, είπα σηκώνοντας το κορμί μου, <<πείτε τα μου όλα>>.
Όλοι ξαφνιάστηκαν βλέποντας με να σηκώνομαι απ'το κρεβάτι. Ήθελα να τα μάθω όλα, ΟΛΑ!
<<Μπέλλα...>>, άρχισε ο Έντουαρντ αλλά ο Τζέικομπ το διέκοψε:
<<Μην σηκώνεσαι..Θα στα πούμε όλα>>
<<Ακούω>>, είπα με επιτακτηκή φωνή.
<<Καθώς οδηγούσατε πετάχτηκε η Βικτόρια μπροστά από το αμάξι. Ο Τσάρλι προσπαθούσε να την αποφύγει αλλά εκείνη όλο μπροστά του ήταν. Έτσι και χτύπησες το κεφάλι σου>>, άρχισε ο Έντουαρντ με μιά ανάσα αγγίζοντας το, χτυπημένο σημείο στο κεφάλι μου,<<Ύστερα, κοίταξε για ένα δεύτερο αριστερά και την αρπάξαμε. Ο Τσάρλι έπεσε πάνω σε μιά κολόνα stop. Τον βρήκε ένας αστυνόμος - που αποδήχθηκε αρχηγός αστηνομίας>>, είδε το απορρημένο μου βλέμμα, <<Είναι σε ανώτερη θέση από τον μπαμπάς σου>>, και συνέχισε, <<Μπήκε στην φυλακή μέχρι να μπορέσει να τον δεί ο αρχηγός της αστυνομίας και...>>.
Τον διέκοψα.
<<Η Βικτόρια;>>
<<Την κανονίσαμε>>, χαμογέλασε ο Τζέικομπ.
Αναφύσησα.
Ξαφνικά άνηξε κάποιος την πόρατα του δωματίου φέρνοντας απάνω μου όλο το πρωινό φως κάνοντες με να κλίσω τα μάτια. Μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Κοίταξε ένα χαρτί κι είπε:
<<Ιζαμπέλλα...>>
<<Σουάν>>, τον διέκοψα, <<ναί, εγώ είμαι. Τί θέλετε;>>
<<Ονομάζομαι Αλάστ Ντιγκ κι είμαι αρχηγός την αστυνομίας>>, εγώ νευρίασα, <<τί έγινε;>>, συνέχισε.
<<Είμασταν στον δρόμο και ξαφνικά μιά γυναίκα, κοκκινομάλα θαρώ πως ήταν, ήταν μπροστά μας όλη την ώρα. Ο πατέρας είχε φρικάρει. Πήγενε δεξιά, αριστέρα. Δεν ήθελε να την πατήσει και είχε πανικοβληθεί>>
Ο κύριος Ντιγκ σημείωνε σ'ένα χαρτί.
<<Σ'ευχαριστώ πολύ. Μου είπε. Γειά σου>>, είπε και γύρισε να φύγει.
<<Μισό λεπτό>>, είπα, <<θα βγεί ο πατέρας μου από την φυλακή;>>
Χαμογέλασε.
<<Μην ανησυχείς. Ο πατέρας σου θα είναι μιά χαρά. Σε λίγο καιρό θα είστε πάλι μαζί. Καλη ανάρωση>>, κι έφυγε.




ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ!!!


Οι Κάλεν γύρισαν πίσω, στο Φορκς. Εγώ κι Ο Τζέικομπ είμασταν ακόμη μαζί αλλά δεν το δείχναμε. Ο Τσάρλι είχε καλέσει του Κάλεν και τους Μπλακ για ένα πάρτυ. Δεν έγινε δικαστήριο. Τον αποφυλάκισαν γιατί ήταν ήρεμος κι είχε άλοθι.
Ντριιιιιιιιιιν! Το κουδούνι. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Έντουαρντ με την Άλις και τον Κάρλαϊλ.
<<Η υπόλοιπη οικογένεια;>>, είπε ο Τσάρλι μ'ένα χαμόγελο. Δεν του κρατούσε κακία για τίποτα.
<<Θα έρθει σε λίγο>>, είπε κι εκείνος και γύμνωσε τα αστραφτερά του δόντια. Υπέθεσα πως είχαν πάει για κυνήγι.
Ο Έντουαυρντ μπήκε μέσα. Καθήσαμε, φάγαμε (στην πραγματικότητα οι βρικόλακες δήλωσαν πως έκανα μιά ιδηκή δίαιτα επειδή είχε αρρωστήσει ο Έμετ και δεν έπρεπε να τρώνε κοντά του) και ύστερα ο Μπίλι κι ο Τζέικομπ ψιθύριζαν κάτι.
<<Λοιπόν:>>, άρχισε ο Μπίλι, <<κάνω πρόποση στην αποφυλάκηση του φιλου μου του Τσάρλι>>.


Οι Κάλεν έφυγαν. Το ίδιο κι οι Μπλακ. Ο Τσάρλι πήγε για ψάρεμα. Εγώ ήμουν στο δωμάτιό μου πιστεύοντας πως σε λίγα λεπτά - ίσως και δευτερόλεπτα - ο Τζέικομπ θα ήταν εδώ. Άκουσα το παράθυρο της πόρτας επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις μου. Άνοιξα το παράθυρο. Ο κρύος αέρας με έκανε να ανατριχιάσω αλλά όχι για πολύ. Ο Τζέικομπ μ'αγγάλιασε και ίδρωσα μέσα σε 5 δευτερόλεπτα. Όπως πάντα ήταν χωρίς μπλούζα. Άρπαξα τα αναμαλιασμένα μαλλιά του και τον φίλησα. Εκείνος ανταπέδωσε. Είμασταν κοντά στο κρεβάτι όταν ακούστηκε κάτι απ'έξω. Ξαφνικά ο Έντουαρντ Κάλεν μπήκε στο δωμάτιό μου.
<<Τί θες εσύ εδώ;>>, είπε ο Τζέικομπ νευριασμένα.
<<Εγώ του είπα, ηρέμησε>>, είπα.
Έδειχνε σαστισμένος.
<<Τζέικομπ...ξέρω ότι σε πλήγωσα πολλές φορές κι όπως σου έχω ξαναπεί με σκοτώνει...>>, ο Έντουαρντ δεν μίλαγε, <<θα αναρωτιέσαι που το πάω σωστά;>>.
Δεν απάντησε.
<<Τζέικομπ...λυπάμαι αλλά θα πρέπει να σε ξαναπληγώσω ακόμη μία φορά... Σ'αγαπάω αλλά..η καρδιά μου ανηκεί σε εκείνον.. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν... Λυπάμαι!!>>.
Με κοίταζε σαν να ήταν πρώτη δημοτικού και προσπαθούσα να του εξηγήσω πως ένα κι ένα κάνουν δύο. Τότε είπε:
<<Καταλαβαίνω>>, είπε και βγήκε από το παράθυρο.
<<Τί ηταν το φιλί;>>, είπα ο Έντουαρντ με την απαλή βελούδινη φωνή του να μιλάει για πρώτη φορά.
<<Του απαχαιρετισμού>>, είπα και φιληθήκαμε.
Ήταν ένα παθιασμένο φιλί. Το περίμενα πολύ καιρό αυτό. Με έριξε στο κρεβάτι κι άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του κι ήρθε πάνω μου. Έβγαλε και το παντελόνι του. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, ήταν ολόγυμνος. Το ίδιο κι εγώ.
Τον άφησα να τελειώσει την δουλειά του. Είμαι τόσο ερωτευμένη μαζί του...που δεν κατάλαβα πως ήταν η πρώτη μου φορά.


ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Α 14. Κεφάλαιο (Edward)

ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ
Ο Τσάρλι βιαζότανε να πάει την Μπέλλα στο νοσοκομείο. Έτρεχε. Πολύ γρήγορα Η Μπέλλα πρέπει να κοιμόταν γιατί παραμιλούσε. Ξαφνικά μιά κοκκινομάλλα εμφανίστηκε μπροστά του. Ο Τσάρλι προσπάθησε να στρίψει. Είχε πανικοβληθεί. Ξαφνικά κάτι πολύ γρήγορα - που δεν πρόλαβε να δεί - την άρπαξε και φύγανε. Το τιμώνι είχε φύγει από τα χέρια του Τσάρλι και τράκαρε σε μιά κολόνα ΣΤΟΠ.











ΤΩΡΑ


Έντουαρντ:
<<Πρέπει να της το πούμε>>, είπα.
<<Έχεις δίκιο>>, είπε ο Σεθ.
<<Δεν νομίζω>>, αρνήθηκε ο Τζέικομπ.
<<Είσαι ο μόνος ξεροκέφαλος λύκος;>>, ρώτησα.
<<Όχι>>, μου απάντησε, <<αυτός είναι>>, είπε δείχνοντας τον Σεθ Κλίαργουοτερ,
Ο Σεθ Κλίαργουοτερ ήταν γιος του Χάρι και της Σου Κλίαργουτερ. Ήταν 14. Ήταν λίγο μικρός να είναι λυκάνθρωπος. Μα πως του επέτρεψαν να γίνει;
<<Και στο κάτω-κάτω>>, συνέχισε ο Τζέικομπ, <<θα στεναχωρηθεί>>.
Είχε δίκιο.
<<Πάω να πάρω κεφέδες>>, είπε ο Σεθ.
Όταν σιγουρεύτηκα πως έφυγε ο Σεθ του είπα:
<<Έχεις δίκιο. Μάλλον πρέπει να της το πούμε όταν νιώσει κάπως καλύτερα>>
Πέρασαν 10 λεπτά με σιωπή. Γινόταν χαμός στο κυλικίο και μάλλον ο Σεθ γι'αυτό αργούσε.
<<Ωραία>>, είπε ο Τζέικομπ, <οπότε θα της το πούμε σε καμιά βδομάδα;>>
Ήμουν έτοιμος να πω ναί, αλλά, μιά άλλη φωνή με διέκοψε.
<<Τί;>>, ήταν ο Σεθ, <<πρέπει να της το πούμε...>>
Ο Τζέικομπ είχε νευριάσει.
<<ΜΑ ΤΙ ΛΕΣ; ΤΟ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΤΗΣ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ Ο ΤΣΑΡΛΙ...>>, ούρλιαζε.
Του τράβηξα το χέρι κάνοντας νόημα να σταματήσει να φωνάζει. Με αγνόησε αλλά ψιθύριζε.
<<Το βρίσκει εύκολο να της πούμε πως ο Τσάρλι μπήκε φυλακή;>>

Α 13. Κεφάλαιο (Βella - Edward)

Μπέλλα:

<<Απαιτώ να μου δώσεις εξηγήσεις>>, είπα λες και μπορούσε να αναστίσει τον Τσάρλι.
Δεν είπε τίποτα. Ξαφνικά μου όρμησε και...πουφ! Ξύπνησα. Απλώς ξύπνησα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου. Άκουσα μιά βελούδονη φωνή - και δεν απόρησα ποιανού ήταν. <<Συνέρχετε>>
Ύστερα άκουσα βήματα. Ό ένας έτρεξε γρήγορα κι έπιασε το χέρι μου. Ήταν ζεστό.
Ξαφνικά θυμήθηκα: <<Πού είναι ο Τσάρλι;>>, είπα.
Κανείς δεν απάντησε. Όλοι με τα κεφάλια κάτω.
<<Πού-είναι-ο-Τσάρλι>>, είπα συλλαβιστά, <<ΤΙ ΔΕΝ καταλαβένται;>>
<<Μπέλα..ηρέμησε...Είσαι χτυπημένη>>, μου είπε ο Τζέικομπ.
<<Λοι..>, άρχισα αλλά αποτυπώθηκε η φράση στο μυαλό μου. Χτυπημένη; Το δεξί μου χέρι ήταν όλο με γύψο. Εντάξει.
Με το αριστερό μου χέρι πήγα να αγγίξω το κεφάλι μου. Έπιασα έναν επίδεσμο. Μετά θυμήθηκα τ'όνειρο. Ήταν όνειρο; Ο Τσάρλι ήταν νεκρό; Θυμήθηκα το αποκεφαλισμένο του κεφάλι και την Βικτόρια να με απειλεί. Εγώ πως επιβίοσα;
<<Εξηγήστε>>, είπα.
<<Δεν είσαι μόνο εκεί χτυπημένη>>, είπε ο Τζέικομπ κοιτόντας τα πόδια μου. Και τα δύο ήταν με γύψο και συκωμένα.
<<Μα..τί..τί έπαθα;>>, μουρμούρισα.
Οι άλλοι πάλι δεν απάντησαν. Κοίταξα τον πιο κοντό απ'όλους.
<<Σεθ;>>, είπα.
<<Μην.Τολμήσεις.>>, του είπε ο Τζέικομπ.
Νευρίασα. Μου ήρθε να βάλω τα κλάματα.
<<Γιατί δεν μου λέτε τίποτα;>>, είπα.
<<Μπέλλα>>, μου είπε ο Έντουαρντ. Ο Τζέικομπ του έριξε ένα άγριο βλέμμα, ενώ ο Έντουαρντ του έριξε ένα επιπληκτικό <<Όταν είσαι καλύτερα θα στα πούμε όλα. Στο υπόσχομαι>>.
<<ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΩΡΑ>>, τσίριξα, <<ΚΑΙ ΠΡΩΤ'ΑΠΟΛΑ: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΣΑΡΛΙ>>.
Ξαφνικά μίλησε ο Σεθ: <<Είναι...>>
<<Όχι>>, είπε ο Έντουαρντ, <<Δεν πρέπει να μάθει. Όχι ακόμη>>.
<<Ξύπνησε;>>, είπε η νοσοκόμα.
<<Ναί>>, είπαν όλοι με μιά φωνή.
Η νοσοκόμα μου άλλαξε ωρό και μου έκανε μιά ηρεμηστική ένεση και αποκημήθηκα.





Έντουαρντ:


<<Συνέρχετε>>, είπα στους δύο σκύλους.
Ο Τζέικομπ κι ο Σεθ ήρθαν (Αν κι ο Τζέικομπ μπορώ να πω πως έτρεξε).
Η Μπέλλα ξυπνούσε καθώς τεντωνόταν και μούγκριζε. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια της. Τα ανοιγίοκλησε αρκετές φορές κι ύστερα πετάχτηκε.
<<Πού είναι ο Τσάρλι;>>, είπα σχεδόν υστερικά.
Δεν μίλησε κανείς. Ο Τζέικομπ σκέφτηκε: να της το πούμε; Με κοίταξε. Του κούνησα αρνητικά το κεφάλι χωρίς να το δεί η Μπέλλα.<<Πού-είναι-ο-Τσάρλι>>, είπε ξανα συλλαβιστά, <<ΤΙ ΔΕΝ καταλαβένται;>>
<<Μπέλα..ηρέμησε...Είσαι χτυπημένη>>, της είπε ο Τζέικομπ.
<<Λοι..>, άρχισε αλλά σταμάτησε ξαφνικά της φράση της.
Κοίταξε το δεξί της χέρι και με το αριστερό έπιασε τον επίδεσμο στο κεφάλι.
<<Εξηγήστε>>, είπε.
<<Δεν είσαι μόνο εκεί χτυπημένη>>, είπε ο Τζέικομπ κοιτόντας τα πόδια της. Και τα δύο ήταν με γύψο και σηκωμένα.
<<Μα..τί..τί έπαθα;>>, μουρμούρισε.

Πάλι δεν μιλήσαμε.
<<Σεθ;>>, είπε.
<<Μην.Τολμήσεις.>>, του είπε ο Τζέικομπ.
<<Γιατί δεν μου λέτε τίποτα;>>, είπε.
<<Μπέλλα>>,της είπα. Ο Τζέικομπ μου έριξε ένα
άγριο βλέμμα και σκέφτηκε: Μην της πείς καμιά χαζομάρα. Τον αγνόησα <<Όταν
είσαι καλύτερα θα στα πούμε όλα. Στο υπόσχομαι>>.
<<ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΩΡΑ>>, τσίριξ, <<ΚΑΙ ΠΡΩΤ'ΑΠΟΛΑ: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΣΑΡΛΙ>>.
Ξαφνικά μίλησε ο Σεθ: <<Είναι...>>
<<Όχι>>, του είπα, <<Δεν πρέπει να μάθει. Όχι ακόμη>>.
<<Ξύπνησε;>>, είπε η νοσοκόμα.
<<Ναί>>, είπαμε ολοι.

Η νοσοκόμα άλλαξε τον ορό της και της έκανε μιά ηρεμιστική ένεση. Ύστερα...Αποκοιμήθηκε.

Α 12. Κεφάλαιο (Bella - Edward)

Μπέλλα:



Η Βικτόρια μου όρμησε. Εγώ δεν κινήθηκα. Μου πήρε το χέρι και το τράβηξε. Πρέπει να είχε βγεί. Ούρλιαξα. Ο Έντουαρντ μπήκε στο δωμάτιό μου. Και άρπαξε την Βικτόρια. Εκείνη την στιγμή άκουσα να κλείνει η πόρτα.
<<Μπέλλα...>>, φώναξε ο μπαμπάς μου.
Ο Έντουαρντ κι η Άλις κοιτάχτηκαν. Αν μπορούσαν θα είχεν γίνει έντρωμοι τώρα, όπως εγώ.
<<Μπέλλα...!!!!>>, ξαναφώναξε ο μπαμπάς μου.


Έντουαρντ:

<<ΜΠΕΛΛΑ, ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;>>, ακούστηκε πάλι ο Τσάρλι.
Αχ, αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε ο Τσάρλι.
Η Άλις πήρε ένα πουκάμισό της Μπέλλα και το έβαλε κάτω από το κρεβάτι.
<<Πάμε>>, είπε.
Εγώ πήρα την Βιτόρια από τα χέρια (μιάς και την είχαμε φυμώσει) κι η Άλις απ'τα πόδια.
Βγήκαμε απ'έξω.
Η Μπέλλα θα πεί στον Τσάρλι πως προσπαθούσε να σηκώσει το κρεβάτι, σκέφτηκε η Άλις.
Η ανησυχία μου εξημερώθηκε- αν και ούττε κατά δοιάνια ηρεμήσει.
Τώρα αναρωτιόμουν τι θα έλεγα στην Μπέλλα. Τότεμ θυμήθηκα τους κοπρίτες.
<<Γκρρρρρρρρρ....>>, έκανα και με ακολούθησε η Άλις, <<ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ........>>.



Μπέλλα:

Η Άλις έβαλε ένα πουκάμισο κάτω από το κρεβάτι μου κι έφυγε με τον Έντουαρντ. Δεν ξέρω γιατί το έβαλε εκεί αλλά μου έδωσε μιά ιδέα. Ούρλιαξα. Και ύστερα ξανα ούρλιαξα το όνομα του πατέρα μου.
<<Ααααα..Πήγα να πάρω το πουκάμισο και μου...μμ..μου βγήκε ο όμως..>>, ήμουν πολύ πειστική.
Με πήρε ήρεμα και με έβαλε να ξαπλώσω στο πίσω κάθισμα κι άρχισε να οδηγάει. Με διαπέρασε ένα ρίγος σκέφτοντας αν η Βικτόρια είχε ξεφύγει. Θα ερχόταν και θα σκότωνε τον πατέρα μου; Ένα δεύτερο ρίγος με ξαναδιαπέρασε. Ξαφνικά... με όλες αυτές τις σκέψτεις- που ήλπιζα να μην είναι αληθινές- αποκοιμήθημηκα.

Το θέαμα που αντίκρησα ήταν αποκρουστικό. Ο Τσάρλι με αίματα αναίσθητος στο αμάξι, το οποίο ήταν σταματημένο. Το κεφάλι πόναγε. Δεν έβλεπα καλά. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μη μπορώντας να δω κάτι. Το βλέμα μου έγινε λίγο καλύτερο. Όπως η ποιότητα της τηλεόρασης που κουνάμε την καιρέα.
<<Νόμιζες πως θα μπορέσεις να να μου ξεφύγεις;>>, ακούστηκε η φωνή της Βικτόρια.
Η όραση μου επανήλθε, αλλά και πάλι δεν έβλεπα κανένα εκτός από το - σοκαριστικό - πτώμα του πατέρα μου.
Προσπάθησα να ουρλιάξω αλλά ο φόβος μου είχε καταλάβει την φωνή. Ήθένα να φωνάξω, να ξεφύγω, να ζητήσδω βοήθεια από κάποιον.
Και ξαφνικά, σαν μαγικά, η Βικτόρια βρέθηκα στην θέση του συνοδιγού.
Κοίταξε τον πατέρα μου. Ύστερα στο βλέμα της ήρθε πίσω σε μένα με ένα, δήθεν, συενάχωρο ύφος.
<<Λυπάμαι>>, είπε υποκριτικά.
<<Σκότωσες τον πατέρα μου>>, της είπα.
Τότε η Βικτόρια έδωσε μιά γερ'η κλοτσιά στο κεφάλι του πατέρα μου το οποίο εξωστρακίστηκε στο καπό και ήρθε σίπλα μου. Το κοίταζα σοκαρισμένη. Εγώ έφταιγα.
<<Σώπα, καλέ>>, μου είπε ειρωνικά.
Πήγε δίπλα στον πατέρα μου και του έχωσε ένα μαχαίρι στο στομάχι, ύστερα το μετακίνησε στην καρδιά. Το, κομμένο, κεφάλι του δίπλα μου ήταν γαλήνιο. Το κοιτούσα λες και πείμενα να αντιδράσει.
Η Βικτόρια γέλασε.
<<Δεν είναι σωστό να παίζεις με τον πόνο του άλλου>>, της είπα, <<τί σου έφτεξε;>>
<<Εσένα τί σου έφτεξε ο Τζέιμς;>>
<<Πρώτων δεν τον σκότωσα εγώ και εύτερον προσπάθησε να με σκοτώσει>>, είπα υπερασπίζοντας τον εαυτό μου.
Δεν μίλησε.
<<Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;>>, ρώτησα εφ όσον δεν μίλησε.
<<Για εκδίκηση>>
<<Απαιτώ να μου δώσεις εξηγήσεις>>, είπα λες και μπορούσε να αναστίσει τον Τσάρλι.

Δεν είπε τίποτα. Ξαφνικά μου όρμησε και...

Α 11. Κεφάλαιο (Edward)

Έντουαρντ:

<<Την ακούω...Είναι κοντά>>, είπα.
Η Άλις κάτι έβλεπε. Δεν με ενδιέφερε τι.
<<Γρήγορα>>, πρόσταξα.
Ο Τζέικομπ δίστασε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αλλά βγήκε από το παράθυρο καθώς γινόταν λύκος.
Εμείς πήγαμε στο μπάνιο.
<<Καλησπέρα θνητή..>>, άκουσα την φωνή της Βικτόρια.

Όλα ειχαν γίνει τόσο γρήγορα: Άκουσα τον Σεθ να μας προειδοποιεί ότι έρχετε η Βικτόρια και το σχέδιο του, το οποίο, ήταν πολύ καλό. Κρύφτηκαμε εμείς μιάς και δεν μυρίζαμε και οι λύκοι πήγεναν μακρία. Μόλις ερχόταν η Βικτόρια θα την παγιδεύαμε και θα γρυλίζαμε για να μας ακούσουν οι λύκοι. Αυτό το παιδί ήταν πολύ έξυπνο. Πως το υποτιμάει ο ηλίθιος ο σκύλος- ο Τζέικομπ. Και φτάσαμε στο τώρα. Με την Βικτόρια μέσα στο δωμάτια να μιλάει στην Μπέλλα.

<<Με θυμάσαι υποθέτω, ε;>>, της είπε.
<<Μα φυσικά. Δεν θα θυμόμουν το παιχνιδάκι του Τζέιμς;Του βρικόλακα που ήθελε να με φάει;>>, απάντησε η Μπέλλα με φωνή ειρωνική και καθόλου τρομοκρατημένη. Παραξενεύτηκα. Είχε αλλάξει ή απλώς μάζεψε όλο το θάρος.
Η φωνή της Βικτόρια άρχισε να τραυλίζει:<<Πώς..τολμάς να πιάνεις..το όνομα του..; Οι...φίλοι σου τον...τον.. σκότωσαν>>, κατάφερε να πεί.
<<Για ποιό λόγο; Μήπως επειδή προσπάθησε να με σκοτώσει; Ο Τζέιμς θα ήταν ζωντανός τώρα αν δεν είχε εμπλακεί σ'αυτό>>, είπε η Μπέλλα/
<<Μην ξαναπιάσεις το όνομα του Τζέιμς στο στόμα σου γιατί..>>
<<Γιατί τί; Θα με σκοτώσεις; Έτσι κι αλλιώς δεν θα το κάνεις; Γι'αυτό δεν ήρθες εδώ; Ή μήπως για καφέ;>>.
Η Βικτόρια μέτρησε μέχρι το 3 για να της ορμήσει.
3...
Βγήκα από το μπάνιο.
2...
Πήρε θέση
1...
Της όρμησε...

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

10. Κεφάλαιο (Seth)

Σεθ:


Εντάξει, νευρίασα. Δεν ξέρω αν φενόταν, πάντως, είχε μίνει το στόμα μου ανοιχτό, σφιγμένο. Το μέτωπο μου είχε ρυτιδιάσει. Ο Τζέικομπ δεν ήταν ποτέ ευγενικός - τουλάχριστον όλη την διάρκεια που είναι λύκος - αλλά δεν μπορούσε να κρύψει τα νεύρα του. Σκέφτηκα όσα σκάσε μου είχε πεί και πήρα ανάποδες. Μπορεί να ήμουν το "καλό και αθώο παιδί" αλλά δεν πάει να πεί πως μπορούν όλοι να με κάνουν ό,τι θέλουν.
<<Σεθ; Σου μιλάω>>, είπε ο Τζέικομπ ακόμη εκνευρισμένος.
Τα δικά μου νεύρα ξαναφούντωσαν.
<<Ξέρεις κάτι; Άστο. Παράτα το. Φεύγω!!>>, είπα και έγινα λύκος βγαίνοντας απο το παράθυρο. Ένιωσα την ζέστη να με κατακλύει.
Έτρεχα, έτρεχα...με δάκρυα στα μάτια. Δεν ήταν κανείς μεταμορφομένος. Τουλάχιστον...τουλάχιστον όχι κοντά. Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου.
Ακούστηκε κάτι στους θάμνους. Σταμάτησα. Είχα πάρει πολύ φόρα που δεν σταμάτησα αμέσως αλλά τα πόδια μου γλίστρησαν. Κοίταξα. Δε είδα τίποτα. Είχε αέρα. Ίσως ήταν αυτό. Ήμουν απορημένος κι έτσι πλησίασα.
Και τότε... εμφανίστηκε...η κοκκινομάλα βρικόλακας. Την κοίταξα και γρύλισα. Εκείνη απλώς γύμνωσε τα δόντια της. Δεν με είδε. Κοίταζε προς την μεριά απ'εκεί που ήρθα. Ήθελε να πάει σπίτι της Μπέλλα.
Τότε εγώ έτρεξα...Δεν γύρισα πίσω να δω αν με είδα αλλά έτρεχα όσο πιο πολύ μπορούσα. Ένιωθα τα στεγνά δάκρυα στο πρόσωπο μου. Συνέχησα να τρέχω...