Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Α 12. Κεφάλαιο (Bella - Edward)

Μπέλλα:



Η Βικτόρια μου όρμησε. Εγώ δεν κινήθηκα. Μου πήρε το χέρι και το τράβηξε. Πρέπει να είχε βγεί. Ούρλιαξα. Ο Έντουαρντ μπήκε στο δωμάτιό μου. Και άρπαξε την Βικτόρια. Εκείνη την στιγμή άκουσα να κλείνει η πόρτα.
<<Μπέλλα...>>, φώναξε ο μπαμπάς μου.
Ο Έντουαρντ κι η Άλις κοιτάχτηκαν. Αν μπορούσαν θα είχεν γίνει έντρωμοι τώρα, όπως εγώ.
<<Μπέλλα...!!!!>>, ξαναφώναξε ο μπαμπάς μου.


Έντουαρντ:

<<ΜΠΕΛΛΑ, ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;>>, ακούστηκε πάλι ο Τσάρλι.
Αχ, αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε ο Τσάρλι.
Η Άλις πήρε ένα πουκάμισό της Μπέλλα και το έβαλε κάτω από το κρεβάτι.
<<Πάμε>>, είπε.
Εγώ πήρα την Βιτόρια από τα χέρια (μιάς και την είχαμε φυμώσει) κι η Άλις απ'τα πόδια.
Βγήκαμε απ'έξω.
Η Μπέλλα θα πεί στον Τσάρλι πως προσπαθούσε να σηκώσει το κρεβάτι, σκέφτηκε η Άλις.
Η ανησυχία μου εξημερώθηκε- αν και ούττε κατά δοιάνια ηρεμήσει.
Τώρα αναρωτιόμουν τι θα έλεγα στην Μπέλλα. Τότεμ θυμήθηκα τους κοπρίτες.
<<Γκρρρρρρρρρ....>>, έκανα και με ακολούθησε η Άλις, <<ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ........>>.



Μπέλλα:

Η Άλις έβαλε ένα πουκάμισο κάτω από το κρεβάτι μου κι έφυγε με τον Έντουαρντ. Δεν ξέρω γιατί το έβαλε εκεί αλλά μου έδωσε μιά ιδέα. Ούρλιαξα. Και ύστερα ξανα ούρλιαξα το όνομα του πατέρα μου.
<<Ααααα..Πήγα να πάρω το πουκάμισο και μου...μμ..μου βγήκε ο όμως..>>, ήμουν πολύ πειστική.
Με πήρε ήρεμα και με έβαλε να ξαπλώσω στο πίσω κάθισμα κι άρχισε να οδηγάει. Με διαπέρασε ένα ρίγος σκέφτοντας αν η Βικτόρια είχε ξεφύγει. Θα ερχόταν και θα σκότωνε τον πατέρα μου; Ένα δεύτερο ρίγος με ξαναδιαπέρασε. Ξαφνικά... με όλες αυτές τις σκέψτεις- που ήλπιζα να μην είναι αληθινές- αποκοιμήθημηκα.

Το θέαμα που αντίκρησα ήταν αποκρουστικό. Ο Τσάρλι με αίματα αναίσθητος στο αμάξι, το οποίο ήταν σταματημένο. Το κεφάλι πόναγε. Δεν έβλεπα καλά. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μη μπορώντας να δω κάτι. Το βλέμα μου έγινε λίγο καλύτερο. Όπως η ποιότητα της τηλεόρασης που κουνάμε την καιρέα.
<<Νόμιζες πως θα μπορέσεις να να μου ξεφύγεις;>>, ακούστηκε η φωνή της Βικτόρια.
Η όραση μου επανήλθε, αλλά και πάλι δεν έβλεπα κανένα εκτός από το - σοκαριστικό - πτώμα του πατέρα μου.
Προσπάθησα να ουρλιάξω αλλά ο φόβος μου είχε καταλάβει την φωνή. Ήθένα να φωνάξω, να ξεφύγω, να ζητήσδω βοήθεια από κάποιον.
Και ξαφνικά, σαν μαγικά, η Βικτόρια βρέθηκα στην θέση του συνοδιγού.
Κοίταξε τον πατέρα μου. Ύστερα στο βλέμα της ήρθε πίσω σε μένα με ένα, δήθεν, συενάχωρο ύφος.
<<Λυπάμαι>>, είπε υποκριτικά.
<<Σκότωσες τον πατέρα μου>>, της είπα.
Τότε η Βικτόρια έδωσε μιά γερ'η κλοτσιά στο κεφάλι του πατέρα μου το οποίο εξωστρακίστηκε στο καπό και ήρθε σίπλα μου. Το κοίταζα σοκαρισμένη. Εγώ έφταιγα.
<<Σώπα, καλέ>>, μου είπε ειρωνικά.
Πήγε δίπλα στον πατέρα μου και του έχωσε ένα μαχαίρι στο στομάχι, ύστερα το μετακίνησε στην καρδιά. Το, κομμένο, κεφάλι του δίπλα μου ήταν γαλήνιο. Το κοιτούσα λες και πείμενα να αντιδράσει.
Η Βικτόρια γέλασε.
<<Δεν είναι σωστό να παίζεις με τον πόνο του άλλου>>, της είπα, <<τί σου έφτεξε;>>
<<Εσένα τί σου έφτεξε ο Τζέιμς;>>
<<Πρώτων δεν τον σκότωσα εγώ και εύτερον προσπάθησε να με σκοτώσει>>, είπα υπερασπίζοντας τον εαυτό μου.
Δεν μίλησε.
<<Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;>>, ρώτησα εφ όσον δεν μίλησε.
<<Για εκδίκηση>>
<<Απαιτώ να μου δώσεις εξηγήσεις>>, είπα λες και μπορούσε να αναστίσει τον Τσάρλι.

Δεν είπε τίποτα. Ξαφνικά μου όρμησε και...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου