Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

4. Κεφάλαιο (Alice - Bella)

 Eiναι το ίδιο κεφάλαιο, από διαφορετικές μεριές :)


Άλις:


Θα έκανα τα πάντα για να είναι χαρούμενος ο αδερφός μου. Μα και πάλι δεν μπορούσα να την δω. Τί γινόταν; Χάνω το χάρισμά μου; Οχι. Μπορεί να κοιμάτε η κοπέλα. Και πριν; Γιατί δεν μπορούσα πριν;
Ήμουν έσα στο αεροπλάνο και σκεφτόμουν. Η αεροσυνοδός ήρθε.
<<Κρέας ή ψάρι;>>, ρώτησε.
<<Κρέας>>,απάντησα,<<ευχαριστώ>>και χαμογέλασα.
Όταν έφτασα, νοίκιασα λενα αμάξι, και άρχισα να τρέχω. Εφτασα στο Σιάτλ κι έβαλα βενζίνη. Έφτασα σπίτι της Μπέλλα. Μύρισα. Ήταν μόνη της. Πήδηξα στο παράθυρο να κοιτάξω. Η Μπέλλα καθησμένη στο κρεβάτι. Έγραφε άτι σ'ένα χαρτί.
Τότε, ξαφνικά, μύρισα κάτι σαν σκυλί. Που ΄κανε μπάνιο πριν λίγο. Κοίταξα πίσω μου. Δεν είδα τίποτα. Άκουσα κάποιον α τρέχει. Ίσως κανένα σκυλί. Εγώ για καλό και για κακό κρύφτηκα. Μόλις το είδα δεν το πίστεψα. Ένα λυκάνθρωπος. Ένα ψηλό αγόρι γύρω στα 2 μέτρα να χτυπάει το κουδούνι της Μπέλλα. Εκείνη άνοιξε. Τον είδε και έριξε ένα χαμόγελα στο αγόρι.
<<Τζέικομπ>>ψιθύρισε με το ζόρι χωρίς να σβήσει το χαμόγελό της.
Τον φίλησε. Δεν το πιστεύω. Βρήκε άλλον. Γι'αυτό δεν μπορώ να την δω. Το μεγαλόωμο αγόρι- ο Τζέικομο- ήταν λυκάνθρωπος και σχέση της Μπέλλα επίσης. Μα καλά αυτή η κοπέλα δεν μπορεί να βρεί κάτι νορμάλ; Ένα κανονικό παιδί. Μαζοχίστρια ήταν;
Όσο εγώ έκανα αυτές τις σκέψεις εκείνοι είχαν ανέβει στο δωμάτιο της Μπέλλα.
<<Στάσου>>, είπε Τζέικομπ, <<βρικόλακας>>, μουρμούρισε.
Το λαδί το οποίο καθόμουν έσπασε. άρχισα να τρέχω. Πέρασα το αμάξι και πήγαν προς το αεροδρόμιο. Δεν ανησυχούσα αν με δούνε. Είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου. Τί θα έλεγα στον Έντουαρντ; Α! Δεν σου είπα. Η Μπέλλα μαζοχίστηκε εντελώς. Τα έφτιαξε με λυκάνθρωπο. Συνέχισα να τρέχω.


Μπέλλα:

Σε λίγο ο Τζέικομπ θα ήταν εδώ. Ωραία! Είχα πάρει ένα χαρτί και έκανα μουτζουρες.
Θα σε αφήσω να ξαναφτιάξεις την ζωή σου, είχε πεί. Ίσως γ'αυτό δεν ένιωθα ενοχές.
Το κουδούνι χτύπησα. Έτρεξα στις σκάλεςκι άνοιξα την πόρτα.
<<Τζέικομπ>>μουρμούρισα με ένα πλατύ χαμόγελο ναζωγραφίζετε στα χείλη μου. Με φίλησε. Είχε κάνει μπάνιο. Εγώ έτσι κι αλλιός τον αγαπούσα.
Ανεβήκαμε πάνω, στο δωμάτιο μου. Ήθελα να τον ξαναφιλήσω και μόλις ήγανα το κάνω ο Τζεικομπ κοκάλωσε στην θέση του.<<Στάσου>>, μου είπε, <<βρικόλακας>>.
Εκείνη την στιγμή άκουσα κάτι να σπάει. Πήγα να σηκωθώ αλλά ο Τζέικομπ με σταματησε και πήγε εκείνος. Ένα σπασμένο κλαδί, κι ένα λευκό μαντίλι με άρωμα βρικόλακα. Αλλά δεν είναι η Βικτόρια και η μυρωδιά έφυγε.>>
Συνήθως όταν μου τα έλεγε ο Έντουαρντ αυτά πανικοβαλόμουν. Τώρα είχα τον Τζέικομπ. Δεν θα με αφηνε.
<<Ξέρεις Μπέλλα>>, είπε ο Τζέικομπ, <<ηθελα από καιρό να σε ρωτήσω>>.
<<Ρώτα με>>, είπα.
<<Εντάξει, μην θυμώσεις. Τί θα έκανες αν γύριζε ο Έντουαρντ και σου ζηταγε να είστε πάλι μαζί;>>.
<<Τζέικομπ όταν με άφησε είπε δύο φράσεις- και περισσότερες- που χαρακόθηκαν στο μυαλό μου. Η μία ήταν: θα ήταν σαν μην υπήρξα ποτέ κι άλλη: θα σε αφήσω να ξαναφτιάξεις την ζωη σου όπως εσύ και μόνο εσύ θες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου